καμηλοειδής

καμηλοειδής
-ές
αυτός που μοιάζει με καμήλα.
επίρρ...
καμηλοειδῶς (Μ)
με μνησικακία καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”